Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἠὲ καὶ οὐκί

См. также в других словарях:

  • ου — (I) (ΑΜ oὐ, Α και οὐχί και οὐκί) (αρν. μόριο τής αρχαίας το οποίο χρησιμοποιείται πριν από σύμφωνο, συμπεριλαμβανομένου και τού δίγαμμα, ενώ το οὐκ και το οὐχ χρησιμοποιούνται πριν από φωνήεν που ψιλούται ή δασύνεται, αντίστοιχα, στο τέλος δε… …   Dictionary of Greek

  • ετεός — ἐτεός, ή, όν (Α) 1. πραγματικός, αληθινός («εἰ ἐτεὸν Κάλχας μαντεύεται ἠὲ καὶ οὐκί», Ομ. Ιλ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐτεή η πραγματικότητα 3. (η δοτ. θηλ. ως επίρρ.) ἐτεῇ πράγματι, αληθινά 4. φρ. «εἰ ἐτεόν γε» αν πράγματι έτσι συμβαίνει. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • πόντος — Επαρχία της Μικράς Ασίας, στο βόρειο τμήμα της Τουρκίας. Στα Β βρέχεται από τον Εύξεινο Πόντο, ενώ στα Α ορίζεται από την Κολχίδα, στα Δ από την Παφλαγονία και στα Ν από την Καππαδοκία. Ο Π. πήρε το όνομα αυτό και έγινε σημαντικός μόνο κατά τους… …   Dictionary of Greek

  • Σαρακού — Ιάπωνας ζωγράφος, χαράκτης και ηθοποιός (γύρω στο 1790 μετά το 1825). Έζησε στην περίοδο Έντο, ήταν ένας από τους σημαντικότερους ερμηνευτές της σχολής «ουκί γιο ε» και συνδέεται με το όνομα του Ουταμάρο. Ως ζωγράφος πήρε το καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»